- Τρηρῶν
- Τρήρηςmasc gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρήρων — timorous masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ … Dictionary of Greek
τρηρώνοιν — τρήρων timorous masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηρώνων — τρήρων timorous masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνα — τρήρων timorous masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνας — τρήρων timorous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνε — τρήρων timorous masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνες — τρήρων timorous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνι — τρήρων timorous masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήρωνος — τρήρων timorous masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)